- χάσικος
- -η, -ο, Ν1. (κυρίως για ψωμί) λευκός, καθαρός, εκλεκτός2. το ουδ. ως ουσ. το χάσικολευκό ψωμί από εκλεκτό σιτάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. has].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χάσικος — η, ο (λ. τουρκ.), καθαρός, εκλεχτός, άσπρος: Φτιάχνει χάσικο ψωμί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)